Γλιστροκουμαριά (Arbutus adrachnae)

Γλιστροκουμαριά (Arbutus adrachnae)

Είναι μεγάλος αειθαλής θάμνος. Φθάνει τα 6 μ. ύψος και 6 μ. διάμετρο κόμης.

Είναι είδος της χαμηλής ζώνης. Αναπτύσσεται σε αειθαλείς θαμνώνες, κυρίως στις νότιες θερμές βραχώδεις ασβεστολιθικές πλαγιές, οι οποίες είναι  πολύ ξηρές το καλοκαίρι.

Ο φλοιός του απολεπίζεται εύκολα και αποκαλύπτει ένα πολύ όμορφο κοκκινωπό κορμό, που του δίνει ελκυστική όψη.

Τα φύλλα της είναι ωοειδή έως επιμήκη (5-10 εκ. μήκους). Η πάνω επιφάνεια έχει σκουροπράσινο χρώμα, η κάτω είναι ανοιχτότερου χρώματος.

Είναι αρωματικό φυτό, με ερμαφρόδιτα λευκά άνθη που μπορούν να αυτογονιμοποιηθούν.

Επικονιάζεται με τις μέλισσες, και θεωρείται σπουδαίο μελισσοτροφικό φυτό. Τα άνθη σχηματίζουν επάκριους κρεμαστούς βότρεις. Ανθίζει τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο.

Ο καρπός είναι σφαιρική ράγα. Αρχικά είναι πράσινη και στη συνέχεια πορτοκαλί ή κόκκινη. Ωριμάζει Σεπτέμβριο με Οκτώβριο.

Ενας από τους ομορφότερους θάμνους της ελληνικής χλωρίδας είναι σίγουρα η αγριοκουμαριά (Arbutus adrachne).

O λαός μας την ονομάζει αγριοκουμαριά για να την ξεχωρίσει από το άλλο είδος κουμαριάς (Arbutus unedo) της οποίας οι καρποί είναι φαγώσιμοι. Έτσι στην περίπτωση των κουμαριών, το "άγριο" σημαίνει μη εδώδιμο γιατί διαφορετικά και τα δύο είδη κουμαριών είναι αυτοφυή, δηλαδή άγρια.


Το φυτό χρειάζεται πλήρη φωτισμό για την αύξησή του και αντέχει σε συνθήκες μεγάλης ξηρασίας.

Σε μικρή ηλικία δεν αντέχει τους ψυχρούς ανέμους. Αντίθετα σε μεγάλη ηλικία παρουσιάζει ανθεκτικότητα στο χειμερινό ψύχος (ακόμη και σε 15 οC). Μπορεί να αναπτυχθεί σε ελαφριά αμμώδη ή μέτρια αργιλώδη εδάφη, αρκεί να αποστραγγίζονται καλά, ενώ δεν μπορεί να επιβιώσει σε βαριά πηλώδη. Αποφεύγει τα φτωχά εδάφη. Μπορεί να αναπτύσσεται σε όξινα,  ουδέτερα και αλκαλικά εδάφη, αλλά δεν υποφέρει τις ακραίες τιμές pH ή αλατούχα εδάφη.